σωματοτροφείον

σωματοτροφείον
τὸ, Α
χώρος όπου έτρωγαν δούλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -τροφεῖον (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο-τροφεῖον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σωματοτροφεῖα — σωματοτροφεῖον a place where slaves are kept neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοτροφείων — σωματοτροφεῖον a place where slaves are kept neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”